- ἀπολείπων
- ἀπολείπωleave overpres part act masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
оста˫ати — ОСТА|˫АТИ (9), Ю, ѤТЬ гл. 1.Оставлять: и тако остають. бл҃жны˫а надежа. и званы˫а [вм. звани˫а?] х(с)ва свершень˫а. ПНЧ к. XIV, 26а. 2. Оставаться: нъ и ты б҃аты ѹмреши. и остаѥть домъ твои. (μένει) СбТр XII/XIII, 15 об.; Сѣ˫аньемъ решетънымъ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
оста˫атисѧ — ОСТА|˫АТИСѦ (1*), ЮСѦ, ѤТЬСѦ гл. Переставать, прекращать: и ѹхищрѧти и враждовати ника(к)же не оста˫асѧ. (οὐδαμῶς ἀπολείπων) ЖВИ XIV–XV, 109г … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
πολύς — πολλή, πολύ, ΝΜΑ, και επικ. τ. πουλύς, πουλύ και ιων. τ. πολλός, ή, όν, Α 1. (για αριθμό και συχνά με ονόματα τα οποία δηλώνουν την έννοια τού πλήθους) αυτός που υπάρχει ή γίνεται σε μεγάλη ποσότητα (α. «συγκεντρώθηκε πολύς λαός για να τόν… … Dictionary of Greek
υπερβάλλω — ὑπερβάλλω ΝΜΑ [βάλλω] 1. υπερβαίνω, υπερέχω, είμαι ανώτερος από κάποιον, ξεπερνώ κάποιον (α. «υπερβάλλει τους συναδέλφους του σε αποδοτικότητα» β. «μήτ ἄρ ὑπερβάλλων βοὸς ὁπλὴν μήτ ἀπολείπων», Ησίοδ.) 2. (η μτχ. ενεστ. ως επίθ.) υπερβάλλων, ουσα … Dictionary of Greek